ευεργέτημα

ευεργέτημα
το, -ατος
1. το αποτέλεσμα του ευεργετώ, χρήσιμη παροχή, προσφορά σημαντική.
2. (νομ.), δικαίωμα που παρέχεται με νόμο σε ορισμένα άτομα ή νομικά πρόσωπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐεργέτημα — service done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …   Dictionary of Greek

  • εὐεργέτημ' — εὐεργέτημα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc sg εὐεργέτημαι , εὐεργετέω to be a benefactor perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετημάτων — εὐεργέτημα service done neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετήμασι — εὐεργέτημα service done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετήμασιν — εὐεργέτημα service done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετήματα — εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετήματι — εὐεργέτημα service done neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετήματος — εὐεργέτημα service done neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετήματ' — εὐεργετήματα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl εὐεργετήματι , εὐεργέτημα service done neut dat sg εὐεργετήματε , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”