εὐεργέτημα — service done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
εὐεργέτημ' — εὐεργέτημα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc sg εὐεργέτημαι , εὐεργετέω to be a benefactor perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετημάτων — εὐεργέτημα service done neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήμασι — εὐεργέτημα service done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήμασιν — εὐεργέτημα service done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματα — εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματι — εὐεργέτημα service done neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματος — εὐεργέτημα service done neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματ' — εὐεργετήματα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl εὐεργετήματι , εὐεργέτημα service done neut dat sg εὐεργετήματε , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)